Επικοινωνία

Θα χαρώ τα δικά σας σχόλια για τα γραφόμενα μου...
studio9@cytanet.com.cy

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008


Τα επόμενα δύο αφηγήματα-διηγήματα δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό "ΑΝΕΥ" - τεύχος Φθινοπώρου 2008. Τις ευχαριστίες μου στον Κο Γιάννη και Ντίνα Κατσούρη, εκδότες του περιοδικού. Καλή ανάγνωση....
----------------------------------------------------------------
Το πιο κάτω διήγημα-Η Ιθάκη- επιλέχθηκε από την Ελληνίδα Σκηνοθέτη Λουκία Ρικάκη για να συμμετάσχει στα πρώτα γυρίσματα της νέας της ταινίας με τίτλο "You my Mirror" - http://youmymirror.blogspot.com/. Τα γυρίσματα έγιναν στην Αθήνα στο τέλος Μαίου.

H Ιθάκη

Εννιά χρόνια στο σχολείο τα ίδια και τα ίδια. Δεκαέξι χρονών είχε γίνει. Και ενενήντα τόσα κιλά... Τα γράμματα δεν τα έπαιρνε. Σκράπας. Του άρεσαν μόνο τα παραμύθια, αυτά που λένε οι γιαγιάδες στα εγγονάκια τους. Στο σχολείο πήγαινε μόνο για να φάει το σάντουιτς που αγόραζε στο διάλειμμα. Έτσι έλεγαν όλοι στο χωριό.
Μαζί μας δεν έπαιζε ή μάλλον εμείς δεν τον παίζαμε. Τα απογεύματα πήγαινε μόνος στο ποτάμι κι’ έριχνε πέτρες μέσα σε αυτό. Του άρεσε να τις ακούει να κτυπάνε στο νερό, καθώς βούλιαζαν.

Ο Οδυσσέας είχε γίνει ο αγαπημένος του ήρωας. Τον πινόκιο, την κοκκινοσκουφίτσα, τα τρία γουρουνάκια τα ξέχασε... Η Τροία, ο Αχιλλέας, ο δούρειος ίππος απόχτησαν νόημα ... και ομορφιά. Τόση ομορφιά δεν ξανάδε. Η καινούρια καθηγήτρια της αρχαιογνωσίας έλαμπε, μοσχοβολούσε σαν φρεσκοκομμένο γιασεμί. Τα λόγια της σαν μουσική ακουγόταν στα αυτιά του, οι λέξεις στον πίνακα ζωγραφιές του φαίνονταν και αυτή, ολόιδια η Χιονάτη. Και αυτός ο πρίγκιπας που την ξύπνησε... Τον είχε μαγέψει.

Είχε χάσει τον ύπνο του, και τον ξύπνιο του...

Αυτή μιλούσε και αυτός κρεμόταν από τα χείλη της. Η Κίρκη δεν ήταν πλέον μάγισσα. Είχε γίνει η καλή νεράιδα του παραμυθιού. Το Αιγαίο γαλάζιο, σαν τα μάτια της πρωτευουσιάνας. Και ο ήλιος πάνω από το νησί των Φαιάκων χρυσαφένιος, σαν τα μαλλιά της. Ο Ποσειδώνας φίλος του, κολλητός του. Όπως και ο Κύκλωπας.

Έγραφε συνέχεια. Ούτε σάντουιτς θυμόταν να φάει...Το ποτάμι που έριχνε πέτρες και αυτό το ξέχασε. Τα βράδια στο σπίτι, έπαιρνε κρυφά το τετράδιο του και έγραφε. Έγραφε για τους συντρόφους του Οδυσσέα` γιατί τον δέσανε στο κατάρτι; Γιατί ο Οδυσσέας δεν αγκάλιασε το θερμό κορμί των σειρήνων; Γιατί δε γεύτηκε τους κόκκινους λωτούς ; Κόκκινοι, όπως η καρδιά του.... Περσεφόνη την έλεγαν.
Έγραφε γι’ αυτήν... Την πρωτευουσιάνα καθηγήτρια που ήρθε να κάνει το αγροτικό της στο κατσικοχώρι που αυτός ζούσε. Έγραφε για τα ζεστά χείλη της Κίρκης που ο Οδυσσέας ποτέ δεν γεύτηκε. Έγραφε για τον Πάρι που δεν θα έκλεβε την Ελένη αν ζούσε στο χωριό του...

Έγραφε μέρα και νύχτα. Αρμένιζε ...Τραβούσε και αυτός κουπί μαζί με τον Οδυσσέα... Οι λωτοί είχαν γίνει τριαντάφυλλα ... Έγραφε...το τετράδιο είχε γεμίσει... Η χρονιά είχε τελειώσει.... Μαζί της και το αγροτικό...

Δεν ξαναπήγε από τότε στο σχολείο. Πήγαινε μόνο κάθε μέρα στο ποτάμι. Δεν ξανάριξε πέτρες σε αυτό. Έκοβε μια σελίδα από το τετράδιο του. Την δίπλωνε, την έκανε βαρκούλα και την έβαζε στο ποτάμι... να πάει στην πρωτεύουσα ...στην Ιθάκη.

----------------------------------------------------------
Την Κυριακή


Στα μαύρα ήταν ντυμένη. Έξι μήνες πέρασαν από τη μέρα που έθαψε τον άντρα της. Είκοσι τόσα χρόνια πιο μεγάλος της, μπεκρής και αχαϊρευτος. Σαν κόρη του ήταν, τα μαλλιά του άσπρα και το πρόσωπο ρυτιδιασμένο, οργωμένο από ραγάδες όπως τα χωράφια τα άνυδρα. Τον πήρε κοντά του ο Θεός, χτικιό είπανε πως είχε …Αυτή λεπτή, γαλανομάτα, με μαλλιά μαύρα, πυκνά ίσαμε με τη μέση της. Με κορμί σαν λαμπάδα, άσπρη, όπως αυτές που κρατάμε το Πάσχα στην Ανάσταση…

« Ο Θεός να με συγχωρέσει » μονολόγησε όταν της χτύπησε την ξώπορτα για να την φιλέψει με λίγες ντομάτες από το περιβόλι του. Του άνοιξε την πόρτα και τον καλωσόρισε.
« Κόπιασε μέσα του είπε.» Κάθισαν στον ηλιακό. Τα σάλια του έτρεξαν, όταν του έφερε το γλυκό για να τον τρατάρει. Γλυκό όπως τα χείλη της. Αμύγδαλο όπως τα μάτια της…
« Να κάνεις υπομονή » της είπε. « Να’ σαι καλά» του αποκρίθηκε αυτή «και σε ευχαριστώ που με σκέφτεσαι».
Αυτό το τελευταίο του τάραξε τα σωθικά. Χαμήλωσε τα μάτια του. Η χαρά τον πλημμύρισε. Αναστέναξε. Έγλειψε τα χείλη του, ήπιε το νερό από το ποτήρι, την ευχαρίστησε και σηκώθηκε να φύγει. Δεν τον έπαιρνε να κάτσει περισσότερο. Στο σπίτι της χήρας ...
«Θα σε δω ελπίζω …» της είπε. Αυτή, τον κοίταξε στα μάτια και του έγνεψε καταφατικά. «Ναι θα είμαι εκεί» του είπε . Τον συνόδεψε ως την εξώπορτα. Αυτός βγήκε και ανηφόρισε το μονοπάτι για το κέντρο του χωριού.

Εκείνο το βράδυ δεν κοιμόταν. Και πώς να κοιμηθεί. Ερχόταν στα όνειρα του και αυτός τιναζόταν σαν γάτα που τις ρίξανε κρύο νερό. Θα την έβλεπε την Κυριακή. Και η Κυριακή ήταν μακριά, πολύ μακριά..

Οι καμπάνες της εκκλησιάς ξύπνησαν το χωριό. Οι πιστοί μαζεύτηκαν στην εκκλησία για την κυριακάτικη λειτουργία. Οι μυρωδιά του κεριού έσμιγε με την ευωδία του φρεσκοκαμένου λιβανιού και με τις χορδές της φωνής του ψάλτη. Κατάνυξη. Το σημερινό κήρυγμα ήταν για την έβδομη εντολή του Κυρίου . Ο παπάς πύρινος πάνω στον άμβωνα πετούσε σπίθες, τα λόγια του φωτιά:

"Προσέξετε λοιπόν γιατί ο πειρασμός της σαρκός είναι μεγάλος. Αντισταθείτε στο διάβολο που μεταμφιέζεται και προσπαθεί να σας παρασύρει σε ξένα κρεβάτια και αγκαλιές για να απολαύσει μέσω σας την ηδονή της αμαρτίας. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός …"

Το χωριό σιωπηλό να ακούει.
Έψαξε να την βρει, να την δει. Του είπε πως θα ερχόταν.

Και ναι, ήταν εκεί. Όπως πάντα ντυμένη στα μαύρα.

Και αυτός εκεί, και αυτός στα μαύρα. Ψηλά, πάνω στον άμβωνα.

2 σχόλια:

  1. η Ιθακη δημοσιευθηκε και στο http://youmymirror.blogspot.com/2009/01/blog-post.html
    ευχαριστω πολυ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Γιάννη μου ανακαλύπτα ένα ακόμα ταλέντο σου, που δεν το ήξερα τόσα χρόνια. :)
    Εντυπωσιάστηκα από την απλότητα της γραφής σου και το βάθος των μηνυμάτων που μεταδίδουν.

    Άτε κανόνισε να πιούμε και ένα φραπεδάκι και να τα πούμε από κοντά.

    Λάκης Αργυρού

    ΑπάντησηΔιαγραφή